ὑδρήϊον
Look at other dictionaries:
υδρήϊον — τὸ, Α ιων. τ. βλ. υδρείο … Dictionary of Greek
ὑδρήιον — ὑδρεῖον bucket neut nom/voc/acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υδρείο — το / ὑδρεῑον, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑδρήϊον και ὑδρῆον Α [ὑδρεύω] αγγείο άντλησης νερού, κουβάς νεοελλ. ναυτ. θέση ύδρευσης τών πλοίων (μσν. αρχ) χρονόμετρο, με νερό, κλεψύδρα αρχ. δεξαμενή νερού … Dictionary of Greek